Διηγήσεις για την αρχαία Εκκλησία: οι απόστολοι, οι προφήτες και οι διδάσκαλοι

12:26
Στους πρώτους χρόνους της Εκκλησίας υπήρχαν διάφοροι τύποι διακονίας. Φωτογραφία:ΕΟΔ Στους πρώτους χρόνους της Εκκλησίας υπήρχαν διάφοροι τύποι διακονίας. Φωτογραφία:ΕΟΔ

Στους πρώτους χρόνους μέσα στην Εκκλησία, εκτός από τους επισκόπους και τους διακόνους, υπήρχαν και άλλες θέσεις: απόστολοι, προφήτες και διδάσκαλοι. Ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι και ποια διακονία εκπλήρωναν;

Ο απόστολος Παύλος στις επιστολές του αναφέρει αυτές τις τρεις εκκλησιαστικές διακονίες:

· «Και άλλους μεν έθεσε ο Θεός εν τη Εκκλησία, πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους· έπειτα δυνάμεις, έπειτα χαρίσματα ιαμάτων, βοηθείας, κυβερνήσεις, γένη γλωσσών» (Α΄ Κορ. 12:28).

· «Και αυτός έδωκεν τους μεν αποστόλους, τους δε προφήτας, τους δε ευαγγελιστάς, τους δε ποιμένας και διδασκάλους, προς τον καταρτισμόν των αγίων εις έργον διακονίας, εις οικοδομήν του σώματος του Χριστού…» (Εφ. 4:11–12).

Στην Εκκλησία των ημερών μας τέτοιες διακονίες δεν υπάρχουν πλέον εδώ και πολύ καιρό, γι’ αυτό και δεν μας είναι απολύτως σαφές τι ακριβώς εννοούσε ο απόστολος Παύλος. Λαμβάνοντας υπόψη τη φτώχεια των πηγών σχετικά με την ιστορία της αρχαίας Εκκλησίας, το να σχηματίσουμε πλήρη εικόνα για το τι ακριβώς ήταν αυτές οι διακονίες αποτελεί δύσκολο έργο. Εκτός από τις αναφορές στην Αγία Γραφή της Καινής Διαθήκης, μπορούμε να αντλήσουμε πληροφορίες από πρώιμα χριστιανικά γραπτά μνημεία, όπως η «Διδαχή» ή «Η Διδασκαλία των Δώδεκα Αποστόλων» (μέσα 2ου αιώνα), οι Εκκλησιαστικοί Κανόνες και οι Αποστολικές Διαταγές, οι οποίες, σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς ιστορικούς, αποτελούν συλλογή διαφόρων κανόνων που ανήκουν στον 2ο, 3ο, 4ο και ακόμη στις αρχές του 5ου αιώνα. Ορισμένες πληροφορίες περιέχονται επίσης στις Κλημεντίνες, έργο του 2ου – αρχών 3ου αιώνα, που παλαιότερα αποδιδόταν στον Κλήμη Ρωμαίο, στο βιβλίο «Ποιμήν» του Ερμά (2ος αιώνας), στα έργα του Ιγνατίου του Θεοφόρου και του Διονυσίου Αλεξανδρείας. Επίσης, σχετικά μνημονεύει και ο εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος Καισαρείας (3ος–4ος αιώνας).

Γενικές παρατηρήσεις σχετικά με όλες τις τρεις διακονίες

Το κυριότερο είναι ότι οι διακονίες των αποστόλων, των προφητών και των διδασκάλων ήταν χαρισματικές και όχι ιεραρχικές, όπως εκείνες των επισκόπων, των διακόνων και αργότερα των πρεσβυτέρων. Εδώ η λέξη «ιεραρχικές» χρησιμοποιείται με την έννοια ότι, ενώ τους επισκόπους, τους διακόνους και τους πρεσβυτέρους τους εξέλεγε η κοινότητα, οι απόστολοι, οι προφήτες και οι διδάσκαλοι καλούνταν στη διακονία τους από τον ίδιο τον Θεό. Αυτό φαίνεται ήδη από τα αποσπάσματα των επιστολών του αποστόλου Παύλου που παρατέθηκαν, όπου λέγει: «και άλλους έθεσε ο Θεός εν τη Εκκλησία…».

Σε ένα επεισόδιο από το βιβλίο των Πράξεων περιγράφεται αυτό το σημείο πιο αναλυτικά:
«Ήσαν δε εν Αντιοχεία, κατά την εκεί εκκλησίαν, προφήται τινές και διδάσκαλοι, ο Βαρνάβας και Συμεών ο καλούμενος Νίγερ, και Λούκιος ο Κυρηναίος, και Μαναήν, σύντροφος του Ηρώδου του τετραάρχου, και Σαύλος. Ενώ δε αυτοί λειτουργούσαν στον Κύριο και νήστευαν, είπε το Πνεύμα το Άγιον· “Αφορίσατέ μοι τον Βαρνάβαν και τον Σαύλον εις το έργον εις ο τούς προσκέκλημαι.” Τότε, αφού νήστευσαν και προσευχήθηκαν και επέθηκαν επ’ αυτούς τας χείρας, απέλυσαν αυτούς. Αυτοί λοιπόν, αποσταλέντες υπό του Αγίου Πνεύματος, κατέβηκαν εις Σελεύκειαν, και εκείθεν απέπλευσαν εις Κύπρον. Και όταν ήλθαν εις Σαλαμίνα, εκήρυσσαν τον λόγον του Θεού εν ταις συναγωγαίς των Ιουδαίων· είχον δε και τον Ιωάννην βοηθόν» (Πράξ. 13:1–5).

Πώς ακριβώς «είπε το Πνεύμα το Άγιον…», δεν γνωρίζουμε, και δεν είναι αναγκαίο να το φανταζόμαστε. Αντιθέτως, υπάρχει ο κίνδυνος να παρασυρθούμε σε μάταιες φαντασιοκοπίες. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι τέτοιες ενέργειες του Αγίου Πνεύματος ήταν αρκετά φανερές για τους πρώτους χριστιανούς. Επίσης, δεν είναι απολύτως σαφές αν η επίθεση των χειρών με προσευχή αποτελεί τελετή καθιέρωσης σε αξίωμα ή απλώς περιγραφή συγκεκριμένου περιστατικού.

Το επόμενο κοινό στοιχείο και για τις τρεις διακονίες ήταν ότι, κατά κανόνα, δεν συνδέονταν μόνιμα με μία συγκεκριμένη κοινότητα. Τόσο οι απόστολοι όσο και οι προφήτες και οι διδάσκαλοι μετακινούνταν από πόλη σε πόλη, κηρύττοντας στους ανθρώπους τον λόγο του Θεού ή στερεώνοντας στην πίστη εκείνους που ήδη είχαν δεχθεί αυτόν τον λόγο. Αυτή η περιπλάνηση δεν συνέβαλλε μόνο στη διάδοση της χριστιανικής πίστης, αλλά αποτελούσε και παράγοντα ενότητας της Εκκλησίας. Κατά τον 1ο, 2ο και τους επόμενους αιώνες δεν υπήρχε η γνωστή σε εμάς κινητικότητα ούτε η αμεσότητα στη μετάδοση των πληροφοριών. Η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων ζούσε χωρίς ποτέ να εγκαταλείπει την πόλη ή τον οικισμό της. Οι πληροφορίες που έφθαναν σε αυτούς προέρχονταν αποκλειστικά από άμεσες συνομιλίες μεταξύ των ανθρώπων. Επίσης, εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν ακόμη οι γνωστοί σε εμάς κανόνες, τυπικά, προσευχές και άλλες υποχρεωτικές θρησκευτικές μορφές. Οι χριστιανικές κοινότητες ήταν αρκετά αυτόνομες και οργάνωναν τη λατρευτική και την υπόλοιπη κοινοτική τους ζωή με δική τους πρωτοβουλία.

Ωστόσο, παρ’ όλα αυτά, όχι μόνο στη δογματική διδασκαλία, αλλά και στην λατρευτική τάξη, στις ηθικές αρχές και σε άλλες βασικές πτυχές της νέας θρησκείας, παρατηρούμε ικανοποιητική ενότητα. Αυτό επιτυγχανόταν κυρίως χάρη στη δράση των περιπλανώμενων αποστόλων, προφητών και διδασκάλων, οι οποίοι συνέδεαν μεταξύ τους τις κοινότητες, διδάσκοντάς τους την ίδια προφορική χριστιανική διδασκαλία, η οποία αργότερα θα καταγραφεί και θα αποκτήσει επίσημη μορφή.

Απόστολοι

Η ουσία αυτής της διακονίας φαίνεται στο παράδειγμα των 12 αποστόλων και των 70, που κλήθηκαν από τον ίδιο τον Χριστό. Ήταν περιπλανώμενοι κήρυκες, που κήρυτταν στους ανθρώπους το Ευαγγέλιο, το Άγιον Μήνυμα. Συνεχιστές αυτού του έργου έγιναν οι ακόλουθοί τους, οι οποίοι επίσης ονομάζονταν απόστολοι. Ο Ευσέβιος Καισαρείας γράφει σχετικά: «Θεμελιώσαντες την πίστη σε ξένες χώρες και τοποθετήσαντες εκεί ποιμένες άλλους, με εντολή να καλλιεργήσουν εκεί τη νέα σπορά, οι ίδιοι, συνοδευόμενοι από τη Θεία Χάρη, απέπλευσαν σε άλλες χώρες και σε άλλα έθνη».

Μάλιστα, η απαίτηση να μη μένουν πολύ χρόνο σε ένα μέρος ήταν αρκετά αυστηρή. Ένα από τα αιτήματα προς τους αποστόλους σύμφωνα με τη «Διδαχή» λέει: «Δεν πρέπει να μείνει περισσότερο από μία ημέρα μαζί σας, και αν χρειαστεί, δύο ημέρες». Ωστόσο, αντικειμενικά, σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα είναι σχεδόν αδύνατο να διδάξει κανείς στους ανθρώπους ακόμη και τα βασικά της νέας διδασκαλίας, ή να τους πείσει για την αλήθεια του κηρύγματος. Ίσως δεν κατανοούμε πλήρως την κατάσταση, ή ίσως η χαρισματική φύση του κηρύγματος των αποστόλων ήταν τόσο πειστική (ιδίως αν συνοδευόταν από θαύματα και ιάσεις), ώστε μία ή δύο ημέρες να ήταν αρκετές για να σπείρουν τον σπόρο της πίστης στον Χριστό. Σε κάθε περίπτωση, έργο των αποστόλων ήταν να δώσουν τον αρχικό «σπινθήρα» για τη δημιουργία χριστιανικής κοινότητας, τον οποίο στη συνέχεια αναλάμβαναν άλλοι εκκλησιαστικοί λειτουργοί: οι προφήτες και οι διδάσκαλοι.

Μια ακόμη χαρακτηριστική ιδιότητα των αποστόλων ήταν η απόλυτη απλότητα και ανιδιοτέλειά τους. Δεν έπρεπε να λαμβάνουν καμία αμοιβή για τη διακονία τους. «Ο απόστολος που αναχωρεί για πορεία (δηλαδή μετά την παραμονή του σε κάποια κοινότητα – Σημ. Επιμ.), δεν πρέπει να παίρνει τίποτε άλλο παρά μόνο το ψωμί που χρειάζεται μέχρι την επόμενη διανυκτέρευση· αλλά αν ζητήσει χρήματα, είναι ψευδοπροφήτης» («Διδαχή»).

Συχνά, όσοι εκτελούσαν την αποστολική διακονία διέθεταν πρώτα όλη την περιουσία τους. Ο Ευσέβιος Καισαρείας γράφει σχετικά: «Πολλοί ήταν τότε οι ένδοξοι άνδρες, που ανήκαν στην πρώτη τάξη των αποστολικών διαδόχων. Ως εμπνευσμένοι μαθητές τέτοιων προγόνων, συνέχιζαν να οικοδομούν εκκλησίες στα θεμέλια που έθεσαν παντού οι απόστολοι· διαδίδοντας όλο και περισσότερο το κήρυγμα και σπέρνοντας τα σωτήρια σπέρματα της Ουράνιας Βασιλείας σε όλη την έκταση του σύμπαντος. Πολλοί από αυτούς εκείνη την εποχή, οδηγούμενοι από τη δύναμη του Θείου λόγου προς τη σοφία, πρώτα εκπλήρωναν την σωτήρια εντολή, δηλαδή μοίραζαν την περιουσία τους στους φτωχούς, και μετά ξεκινούσαν ταξίδια και εκτελούσαν το έργο του ευαγγελισμού, με ζήλο κηρύττοντας τον Χριστό σε ανθρώπους που δεν είχαν ακούσει καθόλου τον λόγο της πίστης».

Η εξουσία των αποστόλων στην Εκκλησία ήταν πολύ υψηλή: «Κάθε απόστολο που έρχεται σε εσάς, να τον δέχεστε ως τον Κύριο», αναφέρεται στη «Διδαχή». Η διακονία των αποστόλων συνεχίστηκε περίπου έως το τέλος του 2ου αιώνα. Όμως ήδη από τα μέσα αυτού του αιώνα άρχισε να παρακμάζει. Εμφανίστηκαν πολλοί ψευδοαπόστολοι, που προσπαθούσαν απλώς να αποκτήσουν χρήματα και δόξα. Κατά αυτών απευθύνεται η παραπάνω απαίτηση της «Διδαχής».

Προφήτες

Αυτή είναι, πιθανότατα, η πιο δύσκολη για την κατανόησή μας κατηγορία εκκλησιαστικών λειτουργών. Για το προφητικό χάρισμα γίνεται λόγος στην Αγία Γραφή. Στο βιβλίο των Πράξεων αναφέρεται ένας προφήτης, ο Αγαβ. «Τις εκείνες τις ημέρες ήλθαν από την Ιερουσαλήμ στην Αντιόχεια προφήτες. Και ένας από αυτούς, ονομαζόμενος Αγαβ, σηκωθείς προείπε εν Πνεύματι ότι θα υπάρξει μεγάλη πείνα σε όλη την οικουμένη, η οποία συνέβη κατά τον Καισαρά Κλαύδιο» (Πράξ. 11:27–28).

Στη συνέχεια, ο ίδιος ο προφήτης προείπε τη σύλληψη του αποστόλου Παύλου: «Εν τω μεταξύ που ήμεθα σ’ αυτούς πολλές ημέρες, ήλθε από τη Ιουδαία κάποιος προφήτης, ονομαζόμενος Αγαβ, και εισερχόμενος σε εμάς πήρε τη ζώνη του Παύλου και δεσμεύοντας χέρια και πόδια είπε: έτσι λέγει το Άγιο Πνεύμα· τον άνδρα, στον οποίο ανήκει αυτή η ζώνη, έτσι θα δέσουν οι Ιουδαίοι εν Ιερουσαλήμ και θα παραδώσουν στα χέρια των Εθνικών» (Πράξ. 21:10–11).

Επίσης γίνεται λόγος για γυναίκες προφήτισσες: «Την άλλη ημέρα δε ο Παύλος και εμείς, που ήμεθα μαζί του, εξελθόντες ήλθαμε εις Καισάρειαν και εισερχόμενοι στο σπίτι του Φιλίππου του ευαγγελιστή, ενός από τους επτά διακόνους, μείναμε εκεί. Εκείνος είχε τέσσερις κόρες παρθένες, που προφητεύουν» (Πράξ. 21:8–9).

Η κύρια διαφορά τους από τους αποστόλους ήταν ότι διέθεταν το ιδιαίτερο χάρισμα του «μιλάειν εν Πνεύματι». Πιθανώς, μία από τις μορφές αυτού ήταν οι λεγόμενες γλωσσολαλίες, όταν ο λόγος του ανθρώπου αποτελούνταν από ασύνδετες λέξεις ή ακόμη και ήχους, που απαιτούσαν περαιτέρω ερμηνεία. Ωστόσο, ο απόστολος Παύλος διαχωρίζει το χάρισμα της προφητείας από το χάρισμα του ομιλείν γλώσσες: «Όποιος μιλάει γλώσσα άγνωστη, οικοδομεί τον εαυτό του· όποιος δε προφητεύει, οικοδομεί την Εκκλησία. Επιθυμώ όλοι σας να μιλάτε γλώσσες· αλλά καλύτερο είναι να προφητεύετε· διότι εκείνος που προφητεύει είναι ανώτερος από αυτόν που μιλάει γλώσσες, εκτός αν ταυτόχρονα τα ερμηνεύει, για να αποκτήσει η Εκκλησία οικοδομή» (Α΄ Κορ. 14:4–5).

Άρα, η κύρια μορφή της προφητείας ήταν η ομιλία προς τους πιστούς σε πλήρως κατανοητή γλώσσα. Εδώ ο απόστολος Παύλος αναφέρει και τον κύριο σκοπό των προφητών: να οικοδομούν την Εκκλησία. Δηλαδή, οι προφήτες δεν κήρυτταν την πίστη στους Ιουδαίους ή στους Εθνικούς όπως οι απόστολοι, αλλά στερέωναν στην πίστη και τη θεοσέβεια τους ήδη πιστούς χριστιανούς. Και αυτό δεν ήταν συστηματική παρουσίαση της διδασκαλίας, αλλά λόγος που εκφωνούνταν από τους προφήτες υπό την άμεση επίδραση του Αγίου Πνεύματος, σε κάποιο είδος έκστασης ή έξαρσης. Φυσικά, οι όροι αυτοί συχνά χρησιμοποιούνται για να χαρακτηρίσουν καταστάσεις πλάνης ή διάφορες μορφές δαιμονικής επιρροής, αλλά στα αρχαία κείμενα εφαρμόζονταν και για χαρισματικές, θεοδώρητες καταστάσεις.

Προφανώς, οι προφήτες εκτελούσαν στις κοινότητες και ορισμένες λειτουργικές υπηρεσίες, και ενδεχομένως προΐσταντο ακόμη και των ευχαριστιακών συγκεντρώσεων. Έτσι, η «Διδαχή» αναφέρει ότι «οι προφήτες είναι οι αρχιερείς σας», καθώς και: «άφηνε τους προφήτες να εκφράζουν ευχαριστίες όσο θέλουν». Ταυτόχρονα, πουθενά δεν αναφέρεται ότι οι προφήτες ασκούσαν οργανωτικά ή διοικητικά καθήκοντα.

Από τους προφήτες δεν απαιτούνταν να περιπλανώνται συνεχώς, αν και μια τέτοια μορφή διακονίας υπήρχε ως ενδεχόμενο. Προφανώς, οι περισσότεροι προφήτες παρέμεναν να ζουν στις κοινότητες για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα και στη συνέχεια μετακινούνταν σε άλλο μέρος. Ταυτόχρονα, η κοινότητα ήταν υποχρεωμένη να παρέχει στον προφήτη όλα τα απαραίτητα υλικά αγαθά. Σύμφωνα με τη «Διδαχή», του δίνονταν τα πρώτα προϊόντα όχι μόνο «από τους καρπούς της γης, αλλά και τα πρώτα από τον μύλο (κρασί) και τον αλωνιστήρα, καθώς και από βόδια και πρόβατα, από κάθε προετοιμαζόμενο φαγητό, επίσης μέρος από κάθε αμφορέα με κρασί και έλαιο, καθώς και ορισμένο ποσό χρημάτων και ύλης για το ράψιμο ενδύματος· από όλα έπρεπε να δίδεται μέρος». Ενδιαφέρον είναι ότι η «Διδαχή» αναφέρει πως αν στην κοινότητα δεν υπάρχει προφήτης, όλα αυτά πρέπει να δίνονται στους φτωχούς.

Μια τέτοια κατάσταση οδηγούσε στο να αρχίσουν με τον καιρό οι προφητεύοντες να καταχρώνται την εμπιστοσύνη των χριστιανών και να χρησιμοποιούν τη θέση τους για ανέμελη ζωή. Πιθανόν αυτό να οδήγησε στο γεγονός ότι ο θεσμός των προφητών εξαφανίζεται ακόμα και λίγο νωρίτερα από τον θεσμό των αποστόλων. Η «Διδαχή» παραθέτει μια λίστα όρων για το πώς μπορεί να αναγνωριστεί ο ψευδοπροφήτης:

· αν, «μιλώντας εν Πνεύματι», ζητήσει να οργανωθεί γεύμα ή αγάπη για τους φτωχούς από τους πιστούς και ο ίδιος αρχίσει να τρώει από αυτά·

· αν, στο όνομα του προφητικού του αξιώματος, απαιτήσει από τους πιστούς χρήματα ή οτιδήποτε άλλο (δηλαδή πέραν αυτών που του αναλογούν)·

· αν αρχίσει να διδάσκει κάτι που ο ίδιος δεν τηρεί στη ζωή του.

Και ο «Ποιμήν» του Ερμά δίνει αρκετά λεπτομερή περιγραφή των καταχρήσεων του προφητικού χαρίσματος (ή της μίμησής του). Αναφέρει ότι οι προφήτες άρχισαν να ζουν «με πολυτέλεια και απολαύσεις»· έπαιρναν χρήματα για την προφητεία τους· έγιναν «αυθαίρετοι και φλύαροι»· όπως τα μαντεία, «προφήτευαν» κατ’ απαίτηση, δηλαδή δίνοντας απαντήσεις σε προσωπικά ερωτήματα διαφόρων προσώπων και ούτω καθεξής. Μετά τον 2ο αιώνα δεν συναντάται πλέον καμία αναφορά στην ύπαρξη προφητών.

Διδάσκαλοι

Αν οι απόστολοι δεν έπρεπε να κηρύττουν στο ίδιο μέρος περισσότερο από δύο ημέρες, και οι προφήτες μπορούσαν να παραμένουν για σημαντικά μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, τότε οι διδάσκαλοι, κατά κανόνα, παρέμεναν στην κοινότητα ακόμη περισσότερο. Ωστόσο, και αυτοί ανήκαν στην κατηγορία των περιπλανώμενων προσώπων. Η «Διδαχή», απαριθμώντας και τις τρεις διακονίες, αναφέρει για όλες: «αν κάποιος, ερχόμενος, αρχίσει να διδάσκει». Η εξουσία τους ήταν χαμηλότερη από αυτή των αποστόλων και των προφητών, αλλά επίσης πολύ, πολύ υψηλή. Ορισμένες πηγές τους τοποθετούν ακόμα και πάνω από τους επισκόπους. Ο Ερμ στο βιβλίο του «Ποιμήν» γράφει ότι οι διδάσκαλοι, που δίδασκαν άγια και καθαρά τον λόγο του Θεού και δεν παρεκκλίνανε σε κακές επιθυμίες, θα ζήσουν στην μελλοντική ζωή μαζί με τους αγγέλους.

Ο χαρισματικός χαρακτήρας της διακονίας τους, προφανώς, διέφερε από εκείνον των προφητών στο ότι οι προφήτες ενεργούσαν υπό άμεση, ισχυρή και πιθανώς ορατή επίδραση του Αγίου Πνεύματος, ενώ οι διδάσκαλοι δίδασκαν τους πιστούς με πιο διανοητικό τρόπο, προσφέροντάς τους μια συστηματική (κατά προσέγγιση) παρουσίαση της χριστιανικής πίστης. Η κλήση του Αγίου Πνεύματος για αυτή τη διακονία ήταν πιο γενική, πιθανώς απλώς ως έλξη προς αυτήν.

Για παράδειγμα, σήμερα κάποιος νέος μπορεί να έχει την επιθυμία για μοναχική ζωή, αλλά ταυτόχρονα να παίρνει την απόφασή του λαμβάνοντας υπόψη και πολλές άλλες συνθήκες της ζωής του. Ο απόστολος Ιάκωβος στην επιστολή του λέει: «Αδελφοί μου, μη πολλοί γίνεστε διδάσκαλοι, γνωρίζοντας ότι θα δεχθούμε μεγαλύτερη κρίση» (Ιάκ. 3:1). Από αυτά τα λόγια προκύπτει ότι την απόφαση να γίνει κάποιος διδάσκαλος τη λάμβανε ο ίδιος ο άνθρωπος. Μπορούσε επίσης να αρνηθεί, και αυτό δεν θα προκαλούσε καμία κατακρίση εναντίον του. Επιπλέον, ο απόστολος Ιάκωβος καλεί να είμαστε προσεκτικοί κατά την επιλογή αυτού του υπεύθυνου είδους διακονίας.

Οι διδάσκαλοι μπορούσαν επίσης να βασίζονται σε υλική στήριξη από την κοινότητα, ωστόσο η «Διδαχή» δεν προσδιορίζει, όπως στην περίπτωση των προφητών, τι ακριβώς πρέπει να προσφέρει η κοινότητα για τη διατροφή τους. Απλώς αναφέρεται ότι «ο αληθινός διδάσκαλος, όπως και κάθε εργαζόμενος, αξίζει τον μισθό του».

Ο θεσμός των διδασκάλων υπήρξε λίγο περισσότερο από τους αποστόλους και τους προφήτες. Οι τελευταίες αναφορές σε αυτόν ανήκουν στο δεύτερο μισό του 3ου αιώνα. Αυτός ο θεσμός υπέστη επίσης διάφορες καταχρήσεις. Ο Ωριγένης (3ος αι.) γράφει τόσο για τους «διδασκάλους της Εκκλησίας», οι οποίοι στην Αλεξάνδρεια «εκπλήρωναν σοφά το καθήκον του διδασκάλου», όσο και για εκείνους που δεν ανταποκρίνονταν σε αυτό. Στο έργο «Περί Παρθενίας», που έχει φτάσει σε εμάς υπό την αποδοχή του Κλήμεντα Ρωμαίου αλλά γράφτηκε στις αρχές του 3ου αιώνα, συναντάμε την εξής χαρακτηριστική περιγραφή: «Οι διδάσκαλοι θέλουν να είναι και να φαίνονται μεγαλόστομοι. Ας φοβηθούμε λοιπόν τη δίκη που απειλεί αυτούς τους διδασκάλους. Σοβαρή κρίση θα υποστούν εκείνοι οι διδάσκαλοι που κηρύττουν αλλά δεν πράττουν».

Επίμετρο

Οι απόστολοι, οι προφήτες και οι διδάσκαλοι κατά την πρώιμη περίοδο συγκρότησης της Εκκλησίας ανέλαβαν την αποστολή να κηρύττουν τον λόγο του Θεού σε όλα τα έθνη. Μετακινούνταν από πόλη σε πόλη, φέρνοντας στους ανθρώπους το μήνυμα για τον αναστημένο Σωτήρα του κόσμου ή στερεώνοντας τους χριστιανούς στην πίστη και τη θεοσέβεια. Και οι τρεις διακονίες, η καθεμία με τον δικό της τρόπο, εκτελούνταν υπό την άμεση επίδραση του Αγίου Πνεύματος, το οποίο τους καλούσε στη διακονία, τους ενίσχυε σε αυτήν και συνέβαλλε στην επιτυχία του κηρύγματος.

Οι περισσότεροι ιστορικοί συνδέουν την σχετικά γρήγορη εξαφάνιση αυτών των διακονιών με διάφορες καταχρήσεις. Πιθανώς, αυτό δεν είναι ακριβώς σωστό, αφού από την πλευρά των επισκόπων και των ιερέων παρόμοιες καταχρήσεις σε ορισμένες περιόδους της εκκλησιαστικής ιστορίας γίνονται μαζικές, ωστόσο οι διακονίες αυτές καθ’ αυτές δεν εξαφανίζονται.

Μπορούμε να υποθέσουμε ότι με τον καιρό οι λειτουργίες τους αρχίζουν να εκτελούνται πιο αποτελεσματικά από άλλους λειτουργούς: επισκόπους, πρεσβυτέρους και διακόνους, γεγονός που ευνοείται από τις μεταβαλλόμενες συνθήκες (κυρίως εσωτερικές) στις οποίες ζούσε η Εκκλησία.

(ΕΟΔ Ουκρανία)

 

Εάν παρατηρήσετε κάποιο σφάλμα, επιλέξτε το απαιτούμενο κείμενο και πατήστε Ctrl+Enter ή Υποβολή σφάλματος για να το αναφέρετε στους συντάκτες.
Εάν βρείτε κάποιο σφάλμα στο κείμενο, επιλέξτε το με το ποντίκι και πατήστε Ctrl+Enter ή αυτό το κουμπί Εάν βρείτε κάποιο σφάλμα στο κείμενο, επισημάνετε το με το ποντίκι και κάντε κλικ σε αυτό το κουμπί Το επισημασμένο κείμενο είναι πολύ μεγάλο!
Διαβάστε επίσης